απεριγέλαστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν περιγέλασαν, ο ακορόιδευτος … Dictionary of Greek
ακάγχαστος — η, ο και ος, ον [καγχάζω] 1. αυτός για τον οποίο δεν κάγχασε κανείς απεριγέλαστος, ακορόιδευτος 2. αυτός που δεν κάγχασε για κάτι … Dictionary of Greek
ακάγχαστος — η, ο 1. αυτός που δεν κάγχασε: Ήταν ο μόνος που είχε μείνει ακάγχαστος. 2. αυτός για τον οποίο δεν κάγχασαν, απεριγέλαστος: Στο τέλος κι εκείνος ακόμη δεν έμεινε ακάγχαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απερίπαιχτος, -η — ο επίρρ. α απεριγέλαστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχλεύαστος — η, ο αυτός που δε χλευάστηκε, ο απεριγέλαστος: Είχε το ελάττωμα να μην αφήνει άνθρωπο αχλεύαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)